Ἴβηρ

Ἴβηρ
Ἴβηρ
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ίβηρ — ἴβηρ, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἴβηρ χερσαῑόν τι θηρίον ἀφ οὗ καὶ Ἴβηρες» 2. ως κύρ. όν. α) Ἴβηρ και Ἴβηρος αρχαία ονομασία τού ποταμού Έβρου τής Ισπανίας β) βλ. Ίβηρες …   Dictionary of Greek

  • Ἰβήροιν — Ἴβηρ masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰβήρων — Ἴβηρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρα — Ἴβηρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρας — Ἴβηρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρε — Ἴβηρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρες — Ἴβηρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρι — Ἴβηρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρος — Ἴβηρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρσι — Ἴβηρ masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”